ἁγνοδικεῖς

ἁγνοδικεῖς
ἁγνοδικεῖς· οἱ θεοί, Phot., AB338, Hsch. ([etym.] -δοχεῖς). [full] ἀγνόδικος· ἀγνοοῦσα τὸ δίκαιον, Hsch. (cod. -μος), Phot., AB338.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγνοδικείς — ἁγνοδικεῑς, οι (Α) οι θεοί …   Dictionary of Greek

  • αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”